Το Έργο
Το έργο επικεντρώνεται σε δύο σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα:
- την ανεξέλεγκτη διάθεση γεωργικών αποβλήτων (π.χ. ελαιοκομίας, οινοποιίας, κτηνοτροφίας) καθώς και την ανεξέλεγκτη χρήση τους για άρδευση και λίπανση καλλιεργειών
- την υπερβολική χρήση θρεπτικών στοιχείων και φυσικών πόρων (νερό, φωσφορικά ορυκτά για την παρασκευή χημικών λιπασμάτων).
ενώ ως στόχους έχει:
- την προώθηση της ανακύκλωσης θρεπτικών στοιχείων και νερού μέσω αειφόρου χρήσης επεξεργασμένων (ή ενδεχομένως και μη επεξεργασμένων) γεωργικών αποβλήτων
- τη μελέτη σύγχρονων τεχνολογιών επεξεργασίας οργανικών αποβλήτων και ολοκληρωμένων μεθοδολογιών εφαρμογής τους στον αγροτικό τομέα, οι οποίες θα εξασφαλίζουν αειφόρο ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων και του νερού των αποβλήτων, λαμβάνοντας υπόψη :
- τις ανάγκες σε νερό και θρεπτικά στοιχεία αντιπροσωπευτικών Μεσογειακών καλλιεργειών, οι οποίες είναι ιδιαίτερα απαιτητικές σε κατανάλωση νερού
- τις τιμές των εδαφικών παραμέτρων οι οποίες επιτρέπουν τη διάθεση των των αποβλήτων αυτών, και
- τη έως σήμερα συσσωρευμένη γνώση σχετικά με την αειφόρο χρήση αγροτικών αποβλήτων στη γεωργία.
Η παραγωγή ασφαλών και υψηλής ποιότητας γεωργικών προϊόντων, καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του επιστημονικού, πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Στις ανεπτυγμένες χώρες, υπάρχει μεγάλη ανάγκη αύξησης της ποιότητας των προϊόντων, σε σχέση με την ποσότητά τους, μέσα από πρακτικές οι οποίες διασφαλίζουν την εξοικονόμηση νερού, ικανοποιούν τη συνεχώς εντεινόμενη απαίτηση για σεβασμό και διατήρηση της ποιότητας του περιβάλλοντος με βάση το γεγονός ότι η σύγχρονη αγορά αγροτικών προϊόντων κατευθύνεται κυρίως από την προτίμηση των καταναλωτών και όχι από τις ανάγκες τους.
Τα σύγχρονα συστήματα εντατικής γεωργικής χαρακτηρίζονται από τη χρήση μεγάλων ποσοτήτων νερού και λιπασμάτων. Τα θρεπτικά συστατικά συνήθως παρέχονται μέσω του συστήματος άρδευσης αμέσως μετά τη φύτευση με σκοπό την παραγωγή υγειών και ανθεκτικών φυτών. Οι πρακτικές αυτές συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα τη χρήση διπλάσιας ποσότητας νερού και 20%-30% περισσότερων λιπασμάτων από τις ποσότητες που πραγματικά απαιτούνται. Οι πρακτικές αυτές, εκτός από το υψηλό κόστος παραγωγής και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων ενέχουν κινδύνους για το περιβάλλον όπως είναι η άσκοπη κατανάλωση νερού, η αύξηση του κινδύνου ερημοποίησης λόγω της αύξησης της αλατότητας του εδάφους, η ρύπανση/υποβάθμιση του εδάφους, η ρύπανση των υδάτων μέσω της έκπλυσης της περίσσειας των θρεπτικών συστατικών και η μείωση της βιοποικιλότητας του εδάφους. Πολλές από αυτές τις επιπτώσεις έχουν ήδη παρατηρηθεί στη νότια Ευρώπη, όπου ένα σημαντικό ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων κινδυνεύουν ή έχουν ήδη ερημοποιηθεί κυρίως λόγω της εντατικής γεωργίας, των ειδικών κλιματολογικών συνθηκών, των πυρκαγιών και της έλλειψης νερού.
Η υιοθέτηση πρακτικών οι οποίες προκαλούν μικρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η εφαρμογή καινοτόμων αλλά συγχρόνως συγκεκριμένων τεχνολογιών για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της χρήσης φυσικών πόρων με ταυτόχρονη εξασφάλιση της απόδοσης των καλλιεργειών, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της αγοράς, θα μπορούσαν να συνδράμουν στην οικονομική ανάπτυξη σε τοπικό / περιφερειακό επίπεδο με ταυτόχρονη προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Παραγωγή λαχανικών, σιτηρών και καλλωπιστικών φυτών στην Ευρώπη
Η γεωργία ήταν και παραμένει ένας σημαντικός οικονομικός τομέας για την περιοχή της Μεσογείου. Η συνολική παραγωγή φρούτων και λαχανικών στην Ευρώπη είναι περίπου 115 εκατ. τόνοι ετησίως, (παραγωγή η οποία την κατατάσσει στην τρίτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την Ασία (700 εκατ. τόνοι) και τη Λατινική Αμερική και Καραϊβική (127 εκατ. τόνοι).
Στην Ευρώπη, στην πρώτη θέση παραγωγής φρούτων βρίσκεται η Ισπανία (32,3%) ακολουθούμενη από την Ιταλία (30,4%), τη Γαλλία (13,3%) και την Ελλάδα (9,7%). Όσον αφορά τα λαχανικά, η κύρια παραγωγός χώρα είναι η Ιταλία (23,9%) ακολουθούμενη από την Ισπανία (20,9%) και τη Γαλλία (14,6%). Στην παραγωγή σιτηρών η Ισπανία και η Ιταλία ανήκουν στις 5 πιο μεγάλες παραγωγικές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία), ενώ σύμφωνα με τον FAO, στο 44,51% των γεωργικών εκτάσεων της Ισπανίας καλλιεργούνται σιτηρά. Επιπλέον, το 44% της παγκόσμιας παραγωγής καλλωπιστικών φυτών και λουλουδιών ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ιταλία να κατέχει τη δεύτερη θέση παραγωγής (15% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ) μετά την Ολλανδία (32%).
Γεωργικά Απόβλητα
Στην αυστηρή έννοια του όρου «γεωργικά απόβλητα» περιλαμβάνονται τα απόβλητα που παράγονται κατά τις συνήθεις γεωργικές πρακτικές (π.χ. υπολείμματα φυτών, κλαδέματα). Η σύσταση των υλικών αυτών δεν είναι σταθερή και χαρακτηρίζεται κατά κανόνα από υψηλή μεταβλητότητα στην περιεκτικότητα σε νερό η οποία σχετίζεται με το βαθμό ανάπτυξης των καλλιεργειών και την περίοδο συγκομιδής, τη μεγάλη περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, την περιεκτικότητα σε μέταλλα η οποία εξαρτάται από τη φύση και τη σύνθεση των υπολειμμάτων και τέλος την υψηλή αναλογία C/N.
Ο βαθμός βιοαποδόμησης των υπολειμμάτων αυτών εξαρτάται από τη σχετική περιεκτικότητά τους σε ενώσεις που βιοαποδομούνται εύκολα (π.χ σάκχαρα, κυτταρίνη, ημικυτταρίνη) και σε πιο ανθεκτικές ενώσεις, όπως είναι η λιγνίνη και οι πολυφαινόλες. Είναι πολύ πιθανή επίσης η ύπαρξη σε αυτά παθογόνων και υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επεξεργασία και την περαιτέρω διαχείρισή τους.
Χαρακτηριστικό των γεωργικών αποβλήτων, το οποίο καθιστά πολλές φορές δύσκολη τη διαχείρισή τους, είναι ότι παράγονται σε μεγάλες ποσότητες σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους (εποχικότητα παραγωγής). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτει ανάγκη άμεσης απομάκρυνσής τους από τον τόπο παραγωγής προκειμένου να μην προκληθούν προβλήματα στις αγροτικές εργασίες και την παραγωγή, να αποφευχθεί μετάδοση ασθενειών στις καλλιέργειες αλλά και να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος φωτιάς.
Μία πιο ευρεία έννοια του όρου «γεωργικά απόβλητα» περιλαμβάνει επίσης τα υποπροϊόντα φυτικής προέλευσης που παράγονται από τις βιομηχανίες τροφίμων (π.χ. παραγωγή ελαιολάδου, κρασιού, χυμών, επεξεργασία ξηρών καρπών, κ.α.) καθώς και διαφόρων τύπων υπολείμματα (π.χ. κομποστοποιημένα υπολείμματα καλλιέργειας μανιταριών και χρησιμοποιημένα υποστρώματα καλλιεργειών θερμοκηπίου) Σε αυτήν την κατηγορία υπάγονται επίσης τα υγρά και στερεά απόβλητα της κτηνοτροφίας, πτηνοτροφίας, τα υγρά απόβλητα που παράγονται κατά το πλύσιμο, ξεφλούδισμα καρπών, από διαδικασίες λεύκανσης, κα.
Η γεωργική βιομηχανία παράγει υγρά και στερεά υπολείμματα με υψηλό οργανικό φορτίο. Ο εποχικός χαρακτήρας αυτού του βιομηχανικού κλάδου προκαλεί παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αποβλήτων και συνεπώς θα πρέπει να αναπτυχθούν κατάλληλες τεχνολογίες, οι οποίες θα διασφαλίζουν τη γρήγορη μεταφορά των αποβλήτων από τον τόπο παραγωγής στον τόπο συλλογής, επεξεργασίας και ασφαλούς τελικής διάθεσης. Εκτός από την εποχικότητα παραγωγής τους, ένας ακόμα δύσκολος παράγοντας κατά την διαχείρισή τους είναι η μεταβλητότητα στη σύστασή τους, καθώς τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά τους εξαρτώνται από τις εφαρμοζόμενες πρακτικές της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, τις κλιματικές συνθήκες και τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης διάθεσης αυτού του είδους των αποβλήτων θεωρούνται σημαντικές και συνεπώς η ανάπτυξη στρατηγικών που θα εξασφαλίζουν την αειφόρο διαχείρισή τους αποτελεί αναγκαιότητα για τις αγροτικές περιοχές. Η ανεξέλεγκτη διάθεσή τους μπορεί να προκαλέσει ρύπανση του εδάφους και των υδατικών συστημάτων (επιφανειακών και υπόγειων) καθώς και εκπομπές αερίων όπως μεθανίου, αμμωνίας και διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία τους στα επιφανειακά και στα υπόγεια ύδατα προκαλεί μεγάλη αύξηση της οργανικής ουσίας των συστημάτων αυτών με αποτέλεσμα τη σημαντική ελάττωση του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό, το θάνατο υδρόβιων οργανισμών, την παραγωγή και εκπομπή βιοαερίου και ευτροφισμό. Όταν η περιεκτικότητα των υγρών αποβλήτων σε στερεά είναι μεγάλη υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας ιζημάτων στον πυθμένα των επιφανειακών υδατικών αποδεκτών, όπου αναερόβιες διαδικασίες οδηγούν στην παραγωγή τοξικών για τους οργανισμούς ουσιών (π.χ. υδρόθειο). Σημαντική πηγή ρύπανσης για τα υδατικά συστήματα αποτελούν επίσης και τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και άλλων αγροχημικών που χρησιμοποιούνται εκτενώς στη γεωργία.
Η διάθεση των αποβλήτων στο έδαφος συνήθως προκαλεί αύξηση της περιεκτικότητας σε οργανικό άζωτο, το οποίο στη συνέχεια υφίσταται ανοργανοποίηση με το μεγαλύτερο μέρος του να οδεύει με έκπλυση προς τα κατώτερα στρώματα και να απειλεί με αύξηση την περιεκτικότητα των εδαφών και των υδάτων σε νιτρικά ιόντα.
Στις Μεσογειακές χώρες παράγονται ετησίως μεγάλες ποσότητες γεωργικών αποβλήτων. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι η καλλιέργεια σιτηρών προκαλεί την παραγωγή περίπου 5,5 – 11,0 τόνων ξηρών αποβλήτων ανά εκτάριο, το κλάδεμα των δέντρων 1,3 έως 3,0 τόνων ανά εκτάριο, ενώ η μέση συνολική ετήσια παραγωγή αποβλήτων ελαιοτριβείων κυμαίνεται μεταξύ 10×106 και 12×106 m3 και λαμβάνει χώρα μεταξύ Νοεμβρίου και Μαρτίου κάθε χρόνο. Τα παραδείγματα αυτά δίνουν μια ιδέα για τις τεράστιες ποσότητες γεωργικών αποβλήτων που παράγονται ετησίως και καταδεικνύουν την ανάγκη ανάπτυξης στρατηγικών βιώσιμης διαχείρισης που θα περιλαμβάνει ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίησή τους.
Ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση γεωργικών αποβλήτων
Η έλλειψη νερού και η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση έχουν οδηγήσει στην επαναχρησιμοποίηση υγρών αγροτικών αποβλήτων για άρδευση καλλιεργειών. Καθώς οι Μεσογειακές χώρες χαρακτηρίζονται από ξηρά ή ημίξηρα κλίματα με, ως επί το πλείστον, εποχιακές και άνισα κατανεμημένες βροχοπτώσεις, οι αυξημένες ανάγκες σε πόσιμο νερό και νερό άρδευσης έχουν προκαλέσει σοβαρή μείωση των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Ως εκ τούτου, η επαναχρησιμοποίηση των υγρών αποβλήτων, ιδιαίτερα στη γεωργία, εντάσσεται με συνεχώς μεγαλύτερο βαθμό στα σχέδια ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων.
Συνεπώς η ύπαρξη κατευθυντήριων οδηγιών είναι αναγκαία για το σωστό σχεδιασμό και την ασφαλή εφαρμογή μεθοδολογιών επαναχρησιμοποίησης των αποβλήτων για άρδευση, οι οποίες θα πρέπει επίσης να προωθούν, εκτός από τη διατήρηση της ποιότητας του ευρύτερου περιβάλλοντος, και την ανάπτυξη βέλτιστων μεθόδων παραγωγής. Είναι εμφανής, λοιπόν, η ανάγκη κοινής στρατηγικής επεξεργασίας και επαναχρησιμοποίησης των αποβλήτων στη Μεσόγειο. Η αποτελεσματική εκμετάλλευση του βρόχινου νερού και η επαναχρησιμοποίηση υγρών αποβλήτων θα αποτελέσει σύντομα θέμα συζήτησης με σκοπό τη λήψη αποφάσεων στη Νότια Ευρώπη, όπως έχει ήδη γίνει σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Η προστασία του εδάφους, του νερού και της ατμόσφαιρας απαιτεί ορθή διαχείριση των οργανικών αποβλήτων που προέρχονται από γεωργικές δραστηριότητες. Η επαναχρησιμοποίηση γεωργικών αποβλήτων στις καλλιέργειες είναι μια παραδοσιακή και δοκιμασμένη τεχνική αξιοποίησης των αποβλήτων αυτών. Εφόσον γίνεται με τον ενδεδειγμένο τρόπο αποτελεί περιβαλλοντικά ορθή μεθοδολογία διαχείρισής τους, ενώ προκύπτουν επίσης σημαντικά οικονομικά οφέλη για τους παραγωγούς.
Καθώς τα γεωργικά απόβλητα είναι πλούσια σε οργανική ουσία και ανόργανα μακρο- και μικρο-θρεπτικά στοιχεία, η ανακύκλωσή τους στη γεωργία μπορεί να συνεισφέρει
- στον σημαντικό περιορισμό του όγκου των αποβλήτων που διατίθενται στο περιβάλλον
- στην ανακύκλωση ιχνοστοιχείων και νερού στη γεωργία, η οποία θα μειώσει το κόστος παραγωγής των προϊόντων καθιστώντας τα πιο ανταγωνιστικά στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές.
- στην προστασία ανανεώσιμων και μη-ανανεώσιμων πηγών (έδαφος, υδατικά συστήματα) λόγω του περιορισμού της διάθεσης των αποβλήτων σε αυτές και την ανακύκλωση στοιχείων
Παρόλα αυτά, σε κάθε περίπτωση που μελετάται η εφαρμογή αποβλήτων στο έδαφος (π.χ. για άρδευση), το οργανικό φορτίο και η περιεκτικότητά τους σε τοξικές ουσίες (π.χ. πολυφαινόλες, υπολείμματα φυτοφαρμάκων) δεν θα πρέπει να είναι οι μόνοι παράγοντες ελέγχου καθώς, όπως έχει αποδειχθεί, και το ανόργανο φορτίο τους, αν και δεν απειλεί άμεσα την υγεία ανθρώπων και ζώων, μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα σοβαρής υποβάθμισης των εδαφών. Έτσι όταν μεγάλες συγκεντρώσεις K, Cl–, NO3–, SO42-, P, Mg, Fe, Zn και άλλων ανόργανων συστατικών των αποβλήτων διατίθενται στο έδαφος προκαλούνται σημαντικές μεταβολές στην περιεκτικότητα του εδάφους σε αυτά τα συστατικά, όπως επίσης και στις φυσικοχημικές ιδιότητές του (π.χ ηλεκτρική αγωγιμότητα, pH, διαθέσιμο Κ, Ca, Mg, κ.α).1
Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και από τα αποτελέσματα του έργου LIFE 07 ENV/GR/000280 «Στρατηγικές για τη βελτίωση και την προστασία της ποιότητας του εδάφους από τη διάθεση αποβλήτων ελαιοτριβείων στην περιοχή της Μεσογείου – PROSODOL” (http://www.prosodol.gr). Διαπιστώθηκε ότι οι ιδιότητες του εδάφους επηρεάζονται σημαντικά από τη διάθεση ανεπεξέργαστων αποβλήτων ελαιοτριβείων απευθείας στο έδαφος καθώς επίσης και σε μη κατάλληλα προστατευμένες χωμάτινες δεξαμενές εξάτμισης (εξατμισοδεξαμενές).
Εδάφη στα οποία γίνεται απευθείας διάθεση αποβλήτων ελαιοτριβείων εμπλουτίζονται σε οργανική ουσία, ανόργανα θρεπτικά συστατικά και πολυφαινόλες1,2. Αν και η οργανική ουσία και τα θρεπτικά συστατικά θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, σοβαρά προβλήματα υποβάθμισης της ποιότητάς του πρέπει να αναμένονται καθώς η συγκέντρωση των ανόργανων συστατικών αυξάνεται σημαντικά ξεπερνώντας τις περισσότερες φορές τα καθορισμένα επιτρεπτά όρια.
Επιπλέον, η προσθήκη της συνήθως ανεπαρκώς σταθεροποιημένης οργανικής ουσίας των αποβλήτων, αν και προκαλεί αύξηση της συνολικής οργανικής ουσίας του εδάφους, μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις στις ιδιότητές του καθώς και στην ανάπτυξη των φυτών, όπως αύξηση του βαθμού ανοργανοποίησης της οργανικού άνθρακα του εδάφους, ευνοϊκές συνθήκες για την έναρξη αναερόβιων διεργασιών και δημιουργία φυτοτοξικών ουσιών3.4.
Προηγούμενες μελέτες και έργα με κεντρικό στόχο την ανάπτυξη τεχνολογιών επεξεργασίας γεωργικών αποβλήτων επικεντρώνονται κυρίως στη μείωση του οργανικού φορτίου τους (COD, BOD) και στη μείωση ή την ανάκτηση πολύτιμων συστατικών τους τα οποία συχνά είναι τοξικά για το περιβάλλον, όπως οι πολυφαινόλες των αποβλήτων των ελαιοτριβείων. Και ενώ αναπτύχθηκαν επιτυχώς κατάλληλες τεχνολογίες, το κομμάτι που ολοκληρώνει το παζλ, δηλαδή ο βαθμός συμβολής του ανόργανου φορτίου των αποβλήτων στην επιτυχή εφαρμογή των τεχνολογιών αυτών στη γεωργία αυτή καθ’ αυτή, αλλά και στη διατήρηση της ποιότητας του περιβάλλοντος, δεν έχει επαρκώς διευκρινιστεί.
Αν και ορισμένες από τις τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί έχουν μελετήσει τις επιπτώσεις των επεξεργασμένων αποβλήτων στην ανάπτυξη και την απόδοση ορισμένων καλλιεργούμενων ειδών, θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ασφαλώς επεξεργασμένα απόβλητα στη γεωργία, πρέπει να αναπτυχθούν συγκεκριμένες καλλιεργητικές πρακτικές μετά από λεπτομερή μελέτη των παρακάτω παραμέτρων:
- επίδραση των αποβλήτων στην ανάπτυξη των φυτών και στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής
- απαίτηση σε νερό και σε θρεπτικά στοιχεία των διαφόρων καλλιεργούμενων φυτών
- επίδραση των αποβλήτων στις εδαφικές ιδιότητες
- επικρατούσες εδαφοκλιματικές συνθήκες
- περιβαλλοντικές συνθήκες
Βασικός στόχος του έργου WasteReuse είναι η ανάπτυξη συγκεκριμένων εναλλακτικών αγροτικών πρακτικών οι οποίες περιλαμβάνουν τη χρήση επεξεργασμένων (ή ενδεχομένως μη επεξεργασμένων) γεωργικών αποβλήτων, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν, εκτός από την αγροτική παραγωγή, την ποιότητα του εδάφους, των υδατικών συστημάτων και της ατμόσφαιρας.
Βιβλιογραφία
1. Kavvadias, V., Doula, M., Komnitsas, K., Liakopoulou, N. Disposal of olive oil mill wastes in evaporation ponds : Effects on soil properties. J. Hazardous Mater. 182, (2010), 144-155.
2. Doula M., Kavvadias, V. Theocharopoulos S., Kouloumbis P., Ikonomou, D., Arapoglou D. Environmental impacts relative to soil quality caused from the disposal of olive oil mills’ wastes. Case study: A municipality in Crete, Greece. Proceedings of AMIREG 2009: Advances in Resources & Hazardous Wastes Management towards Sustainable Development, 3rd International Conference, 7-7 September, Athens, Greece, pp. 84
3. Cereti, C.F., Rossini, F., Federici, F., Quaratino, D., Vassilev, N., Fenice, M. Reuse of microbially treated olive mill wastewater as fertilizer for wheat (Triticum durum Desf.). Biosour. Technol. 91 (2004), 135-140.
4. Komilis, D.P. Karatzas, E., Halvadakis, C.P. The effect of olive mill wastewater on seed germination after various pre-treatment techniques. J. Environ. Manag. 74 (2005), 339-348.